- συριγγώδης
- ης, ες похожий на свищ
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
συριγγώδης — like a pipe masc/fem acc pl (attic epic doric) συριγγώδης like a pipe masc/fem nom/voc pl (doric aeolic) συριγγώδης like a pipe masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συριγγώδης — ες / συριγγώδης, ῶδες, ΝΑ [σῡριγξ, σύριγγος] 1. όμοιος με σύριγγα, με σωλήνα 2. ιατρ. όμοιος με συρίγγιο αρχ. (κατ επέκτ.) διάτρητος, εντελώς φθαρμένος («ὀστέα... συριγγώδεα», Ιπποκρ.) … Dictionary of Greek
συριγγώδει — συριγγώδης like a pipe masc/fem/neut nom/voc/acc dual (attic epic) συριγγώδης like a pipe masc/fem/neut dat sg συριγγώδεϊ , συριγγώδης like a pipe dat sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συριγγώδη — συριγγώδης like a pipe neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) συριγγώδης like a pipe masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) συριγγώδης like a pipe masc/fem acc sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συριγγῶδες — συριγγώδης like a pipe masc/fem voc sg συριγγώδης like a pipe neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συριγγώδεα — συριγγώδης like a pipe neut nom/voc/acc pl (epic ionic) συριγγώδης like a pipe masc/fem acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συριγγώδεις — συριγγώδης like a pipe masc/fem acc pl συριγγώδης like a pipe masc/fem nom/voc pl (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συριγγωδῶν — συριγγώδης like a pipe masc/fem/neut gen pl (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συριγγώδεσι — συριγγώδης like a pipe masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συριγγώδους — συριγγώδης like a pipe masc/fem/neut gen sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-ώδης — ΝΜΑ β συνθετικό επιθέτων τής Αρχαίας Ελληνικής, που ανάγεται στο θέμα οδ τού ρήματος ὄζω* «έχω μυρωδιά, μυρίζω», με έκταση λόγω συνθέσεως. Η αρχική σημασία, ωστόσο, τού β συνθετικού διατηρείται σε ελάχιστα επίθετα στα οποία η σημασία τού α… … Dictionary of Greek